δημόσια υπηρεσία

δημόσια υπηρεσία
Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη λειτουργία τους από την κυβέρνηση. Κατά την ελληνική νομοθεσία και νομολογία (του Συμβουλίου της Επικρατείας) η δ.υ. είναι ένα συγκρότημα θέσεων και οργάνων. Ο ορισμός αυτός απηχεί την οργανική έννοια της δ.υ. Η ουσιαστική έννοια αναφέρεται στις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα των οργάνων. Για τη λειτουργία της δ.υ. χρειάζεται το αναγκαίο προσωπικό, καθώς επίσης και διάφορα υλικά στοιχεία (ακίνητα, εγκαταστάσεις, γραφειακός και τεχνικός εξοπλισμός). Σκοπός της λειτουργίας του μηχανισμού αυτού είναι η επίτευξη της αποστολής του κράτους, όπως αυτή έχει καθοριστεί από το ίδιο σε μία συγκεκριμένη εποχή. Για την επίτευξη της αποστολής αυτής, οι δ.υ. συνδέονται με εκείνους που κυβερνούν και εξαρτώνται από αυτούς. Ακριβέστερα, αποτελούν όργανά τους για την εκπλήρωση του κυβερνητικού έργου. Οι δ.υ. διακρίνονται σε πολλές κατηγορίες, με βάση διάφορα κριτήρια. Έτσι έχουμε: καταρχήν με βάση τις κρατικές λειτουργίες που υπάγονται σε αυτές διακρίνονται στις νομοθετικές, στις διοικητικές και στις δικαιοδοτικές, που αντιστοιχούν και στις τρεις λειτουργίες με τις οποίες πραγματοποιούνται οι σκοποί του κράτους. Η διάκριση είναι τυπική και αφορά τη βασική και γενική λειτουργία, ανεξάρτητα από τις διάφορες περιπτώσεις διασταυρώσεων των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους ή και συνεργασίας. Την ίδια διάκριση συναντάμε και με βάση τα διάφορα κρατικά καθήκοντα. Άλλη διάκριση γίνεται με βάση τον σκοπό τους και τη δυνατότητα να εκπληρωθεί παράλληλα και από ιδιωτικούς φορείς. Εδώ ανήκουν οι δ.υ. που εκπληρώνουν μονοπωλιακά κρατικούς σκοπούς (εθνική άμυνα, ασφάλεια, κρατικά μονοπώλια) και οι δ.υ. που εκπληρώνουν σκοπούς παράλληλα με ιδιωτικούς φορείς (υγεία, εκπαίδευση κλπ.). Με βάση το ίδιο κριτήριο, διακρίνουμε τις δ.υ. που αποβλέπουν σε παροχή ωφελημάτων, εθνικών ή κοινωνικών (άμυνα, υγεία κλπ.), και τις δ.υ. που αποβλέπουν στην παραγωγή και διάθεση αγαθών (κρατικές επιχειρήσεις, δημόσια έργα, σιδηρόδρομοι κλπ.). Μία τρίτη διάκριση γίνεται με βάση το κριτήριο της εξάρτησης. Εδώ υπάγονται οι υπηρεσίες του κράτους με τη στενή έννοια, υπηρεσίες των νομών, των δήμων και υπηρεσίες των δημόσιων ιδρυμάτων. Οι οικονομικές και άλλες προϋποθέσεις για τη λειτουργία των δ.υ. είναι ευθύνη του κράτους, το οποίο τις αντιμετωπίζει γενικά με τον προϋπολογισμό ή και από άλλους πόρους των ίδιων των υπηρεσιών, κυρίως των ιδρυμάτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης (εκμετάλλευση της περιουσίας τους, κληροδοτήματα, ειδικοί φόροι, εισφορές, επιχειρήσεις). Η κατάργηση των δ.υ., όπως και η σύστασή τους, γίνεται με νόμο ή διοικητική πράξη, με την οποία προβλέπονται και οι λεπτομέρειες της απορρόφησης του προσωπικού και των υλικών τους εξοπλισμών από άλλους οργανισμούς. Είναι δυνατόν, όμως, ο νόμος απλά να επισφραγίσει την ουσιαστική παύση μιας υπηρεσίας. Ο βαθμός οργάνωσης της δ.υ. εξαρτάται από την κατάλληλη διάρθρωσή της για την πραγμάτωση των στόχων της. Είναι ζήτημα καθορισμού των οργάνων, των εξουσιών και των υποχρεώσεών τους, των μέσων που είναι αναγκαία για τη διεκπεραίωση του έργου τους και την κατανομή του έργου αυτού σε τμήματα και ειδικότερες υπηρεσίες. Υπάρχουν τριών ειδών δ.υ., ανάλογα με τον τρόπο διοίκησης και εξάρτησής τους: α) Εκείνες που διευθύνονται άμεσα από το κράτος. Βασικά χαρακτηριστικά τους είναι ότι οργανώνονται από τον ίδιο τον νομοθέτη, διευθύνονται από τις διοικητικές αρχές, λειτουργούν με δημόσιους υπαλλήλους και οι δαπάνες τους προβλέπονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. β) Αυτοδιοικούμενες δ.υ. είναι κυρίως οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης (με βάση την εδαφική διαφοροποίηση) και άλλες αυτοδιοικούμενες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γνωστά κυρίως ως δημόσια ιδρύματα. Σκοπός αυτού του συστήματος οργάνωσης είναι η ευελιξία που τους εξασφαλίζεται εν όψει του ειδικού ρόλου τους και της σχετικής αυτοτέλειας των στόχων τους. γ) Δ.υ. που λειτουργούν κατά παραχώρηση. Με το σύστημα αυτό η υπηρεσία εκχωρείται από το κράτος με σχετική σύμβαση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που αναλαμβάνει να εξασφαλίσει την οργάνωση και τη λειτουργία της, κατά κανόνα μονοπωλιακά, με δικά του έξοδα και με δικαίωμα εισπράξεων ανταλλαγμάτων από εκείνους που χρησιμοποιούν την υπηρεσία. Τα πρόσωπα αυτά αποκαλούνται ανάδοχοι. Ως κρατική υπηρεσία δέχεται την εποπτεία του κράτους και δεσμεύεται από τη συμβατική σχέση που καθορίζει τους στόχους και τα πλαίσια της εξουσίας της και η οποία παίρνει δημόσιο χαρακτήρα με την επικύρωσή της από τον νόμο. Ανεξάρτητα από το σύστημα οργάνωσης των δ.υ. υπάρχουν ορισμένες αρχές που τις διέπουν και τις διακρίνουν από τις ιδιωτικές δραστηριότητες. Βασικότερη αρχή είναι η κάλυψη των κρατικών αναγκών δημόσιας εξουσίας ή κοινωνικής πολιτικής, η οποία προσδιορίζει και τη φύση των σχέσεων και την υποχρεωτικότητα των πράξεων και αποφάσεών τους. Παράλληλα όμως, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα της γενικής αξίωσης των πολιτών ως προς τα ωφελήματα που παρέχουν, έμμεσα ή άμεσα, γενικά ή ειδικά μέσα στα πλαίσια της κάθε περίπτωσης που τελικά ανάγονται πάντοτε στη νομοθετική ρύθμιση της δ.υ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η 1. εργασία που αναλαμβάνει υπηρέτης, στρατιωτικός, δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, καθώς και η εκτέλεσή της: Ώρες υπηρεσίας. 2. το σύνολο των λειτουργιών ενός κράτους ή άλλης οργάνωσης ή το σύνολο των λειτουργιών ορισμένου κλάδου: Δημόσια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομία — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον αγορανομικό έλεγχο (δηλ. την εποπτεία της ομαλής και σύμφωνα με τους νόμους κίνησης της αγοράς). Ο έλεγχος αυτός που περιλαμβάνει τη διαπίστωση και προανάκριση των αγορανομικών αδικημάτων καθώς και γενικότερα …   Dictionary of Greek

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • ληξιαρχείο — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

  • διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”